Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Βουλή

Ένα φάντασμα στο μπαλκόνι

Άνοιξε βιαστικά την πόρτα και με μιας βγήκε στο μπαλκόνι προσπαθώντας να αναπνεύσει. Το σπίτι έμοιαζε άγριο, ασφυκτικά μικρό, αφιλόξενο. Πού πήγε όλο το οξυγόνο; Θεέ μου, που πήγε όλο το οξυγόνο; Ποιος το ‘κλεψε;

Πέταξε τη ζακέτα της κάτω με μανία και άνοιξε τα χέρια της στο σκοτεινό ουρανό. Πήρε μια μεγάλη ανάσα και κοίταξε τη θάλασσα κάτω από το σπίτι. Ποτέ δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο κοντά ήταν η θάλασσα… ένα βήμα… μια βουτιά… Για μια στιγμή τρόμαξε. Νόμισε πως είδε τη θάλασσα να φουσκώνει επικίνδυνα, τα κύματα να αγριεύουν, να θεριεύουν έτοιμα να καταπιούν ολόκληρο το σπίτι μαζί με το μικρό μπαλκόνι, μαζί και τη σκιά της…

Το φαντάστηκε… Μα ναι, φυσικά το φαντάστηκε… Γέλασε με τον εαυτό της και προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά η καρδιά της δεν έλεγε να υπακούσει. Συνέχισε να χτυπάει – γιατί άραγε; - σαν τρελή, δυνατά, σχεδόν εκκωφαντικά μες στη σιωπή της νύχτας.

Σήκωσε το κεφάλι της και προσπάθησε να ακούσει – τι; Να ακούσει τι; Κάποια παιδιά έπαιζαν κάπου κοντά και οι φωνές τους έφταναν μέχρι το μπαλκόνι… ανεπαίσθητα… έφταναν. Μα… ήταν αργά. Πολύ αργά. Πώς ήταν δυνατόν; Δεν είχαν γονείς να ανησυχούν; Ήταν μόνα τους έξω; Τέτοια ώρα; Φαντάσματα! Σίγουρα, φαντάσματα, όπως και εκείνη…

Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί πως είναι να είσαι παιδί. Της είχε λείψει… Η ανεμελιά…. Η ελευθερία… Ναι, η ελευθερία… Και η άμμος που μπλέκεται στα μαλλιά και κολλάει στις πατούσες…

Ένας κεραυνός τράνταξε τις σκέψεις της. Ενοχλήθηκε. Συνοφρυώθηκε. Ποτέ δεν της άρεσε όταν κάτι διέκοπτε τις σκέψεις της, το ταξίδι της... Ήταν δικό της. Απ’ τα λίγα…

«Έρχεται καταιγίδα» σκέφτηκε και μύρισε τον αέρα. Καταιγίδα. Πάλι. Πολλές καταιγίδες τελευταία.

Έσκυψε, πήρε τη ζακέτα της, τη φόρεσε και την έσφιξε γύρω απ' το κορμί της με τρεμάμενα δάχτυλα. «Πολύ κρύο απόψε». Γύρισε την πλάτη της στα κύματα και με αργά βήματα, νωχελικά, κρύφτηκε πάλι στο άδειο δωμάτιο.

«Δε θα κλείσω την πόρτα» είπε δυνατά και αποφασιστικά, σαν να μιλούσε σε κάποιον, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί, εκτός απ’ τις σκιές. «Δε θέλω». Της άρεσε να βλέπει τις λευκές κουρτίνες να χορεύουν με τον αέρα, να ακούει τα κύματα, να μυρίζει τη βροχή…

Πόσο γελοίο! Ένα φάντασμα να μυρίζει τη βροχή…

Alone

From childhood's hour I have not been
As others were; I have not seen
As others saw; I could not bring
My passions from a common spring.
From the same source I have not taken
My sorrow; I could not awaken
My heart to joy at the same tone;
And all I loved, I loved alone.
Then - in my childhood, in the dawn
Of a most stormy life - was drawn
From every depth of good and ill
The mystery which binds me still:
From the torrent, or the fountain,
From the red cliff of the mountain,
From the sun that round me rolled
In its autumn tint of gold,
From the lightning in the sky
As it passed me flying by,
From the thunder and the storm,
And the cloud that took the form
(When the rest of Heaven was blue)
Of a demon in my view.

Edgar Allan Poe

Purple Fountain

Wandering alone in cemeteries
With an apple in her hand
Red apple
Wondering
Walking among the graves
Among the purple fountains – one fountain
Weird music
Weird silence
Let me sway
She kept walking
Scared
She crossed over the street
Still the same silence
Voices
Where is everybody?
She wanted to give someone the apple
But there was no one around
She didn’t want it
It looked delicious
But she didn’t want it
All she wanted to do was jump in the fountain
Be a kid
Be a woman
Be both
Only one person could make that happen
Take a deep breath and dive
Stay under water
Play
Purple fountain
Let me sway

Μέρες του 1903 (Κ.Π.Καβάφης)

Δεν τα ηύρα πια ξανά - τα τόσο γρήγορα χαμένα....
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο.... στο νύχτωμα του δρόμου....

Δεν τα ηύρα πια - τ' αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα·
και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.

Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα - δεν τα ηύρα πια.

Ξένη Αγκαλιά

Γλυκό σούρουπο... Συννεφιασμένο. Απ' τα αγαπημένα μου. Πάντα μ' άρεσε το καλοκαίρι που θυμίζει φθινόπωρο. Και μια θάλασσα γκρι, μουντή, σαν την καρδιά μου. Μικρές σταγόνες και σκόρπιες σκέψεις που γεμίζουν σελίδες ολόκληρες.

Μυρίζει βροχή κι αλάτι, βρεγμένο χώμα και δάκρυα πικρά που κυλούν-ούτε εγώ κι εγώ ξέρω πως-από τα μάτια μου. Κι αναρωτιέμαι, εσύ πως να μυρίζεις?

Είμαι σίγουρη, μυρίζεις καλοκαίρι. Εγώ Νοέμβριο και εσύ Αύγουστο, ήλιο, θάλασσα και άμμο που κολλάει στις πατούσες. Πόσο διαφορετικοί είμαστε! Και πόσο ίδιοι! Μια φορά μονο τόλμησα-δε φταίω εγώ-να σε μυρίσω. Εσύ πλησίασες-Χριστέ μου!-τόσο κοντά που δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά το άρωμά σου... το κορμί σου.... τη γεύση σου... Τι όμορφη ζάλη! Τότε, μια φορά μονάχα σε μύρισα, σε αισθάνθηκα-δε φταίω εγώ-για λίγο και κορόιδεψα τον εαυτό μου πως ήσουνα δικός μου και προσπάθησα να πείσω και τους άλλους για αυτό. Τι ανόητη σκέψη!

Μα ήταν, βλέπεις, εκείνη η αγκαλιά... τόσο υπέροχη... τόσο ζεστή... το σώμα σου άψογα τυλιγμένο γύρω από το δικό μου... η τέλεια αγκαλιά. Δε φαίω εγώ-τι να πιστέψω; Τι να ονειρευτώ; Μια καλοκαιρινή αγκαλιά. Μόνο που δεν ήταν δική μου. Δε θα γίνει ποτέ δική μου.

Είσαι και θα είσαι πάντα μια ξένη αγκαλιά...